Ομορφία

Make-up Art: Πώς η τέχνη του κινηματογράφου ανέδειξε το μακιγιάζ ως τέχνη

«Όταν βάφεστε, να σκέφτεστε μόνο τον τρόπο με τον οποίο τα χρώματα θα εμφανιστούν στο φιλμ. Ένα όμορφα βαμμένο πρόσωπο, θα φαίνεται απόλυτα λάθος στην οθόνη εκτός και αν τα χρώματα είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένα» – Helena Chalmers, The Art of Makeup: For the Stage, the Screen and Social Use, 1925, σ. 128

Το κινηματογραφικό μακιγιάζ είναι από μόνο του μία κατηγορία και, ως τέχνη, έχει εξελιχθεί παράλληλα με την τεχνολογία του κινηματογράφου. Πριν τις «κινούμενες εικόνες» (motion pictures), οι ηθοποιοί βάφονταν για τη θεατρική σκηνή. Αυτό ήταν το θεατρικό μακιγιάζ, με τους δικούς του κανόνες και τα δικά του προϊόντα. Στόχος των ηθοποιών ήταν, εκτός από το να τονίσουν ποιότητες του χαρακτήρα τον οποίο υποδύονταν (ηλικία, υγεία κοκ), να δώσουν έμφαση στα χαρακτηριστικά που τους καθιστούσαν καλούς ηθοποιούς: Στις εκφράσεις τους.

Η διάσημη σταρ May Robson στο μπουντουάρ της. Πηγή: James Young, Making Up: A Practical and Exhaustive Treatise on this Art for Professional and Amateur, 1905

Προκειμένου να μπορεί το κοινό να καταλάβει όλες τις εκφράσεις του ηθοποιού, είτε καθόταν στην πρώτη σειρά του θεάτρου, είτε στην τελευταία, οι ηθοποιοί κάλυπταν την επιδερμίδα τους με χρώμα, τόνιζαν το περίγραμμα των ματιών τους και έβαφαν τα χείλη τους. Τα προϊόντα που χρησιμοποιούσαν ήταν βαριά και όχι κατάλληλα για καθημερινή χρήση. Ήταν τα λεγόμενα greasepaints τα οποία –μοιραία- πέρασαν και στην μεγάλη οθόνη, όταν οι «κινούμενες εικόνες» έκαναν την εμφάνισή τους. Δεν είχαν όμως την ίδια επιτυχία.

Για όλα έφταιγε το φιλμ

Τα πρώτα ασπρόμαυρα φιλμ που χρησιμοποιούνταν, ήταν ορθοχρωματικά ή υπέρυθρα. Τα ορθοχρωματικά φιλμ κατέγραφαν μόνο το μπλε και το πράσινο χρώμα ενώ ήταν «αναίσθητα» στο πράσινο και το κόκκινο. Αντίστοιχα, τα υπέρυθρα, ήταν ευαίσθητα στην υπεριώδη, τη μπλε, την ερυθρή και την υπέρυθρη ακτινοβολία. Αυτό σημαίνει ότι, τα κόκκινα και τα κίτρινα φαίνονταν μαύρα ενώ τα μπλε, λευκά. Και τα δύο είχαν παρόμοια προβλήματα στην απόδοση του χρώματος και κατά συνέπεια στην εμφάνιση των ηθοποιών. Τα ξανθά μαλλιά «έγραφαν» σκούρα, οι θερμές επιδερμίδες φαίνονταν πολύ σκούρες ενώ τα μπλε μάτια… λευκά!

Το χρωματικό φάσμα όπως φαινόταν στο ορθοχρωματικό και υπέρυθρο φιλμ. Πηγή: Eastman Kodak

«Όλοι έχουμε παρατηρήσει και πολλοί αναρωτιόμαστε γιατί, τα χείλη σχεδόν όλων των ηρωίδων στις ταινίες είναι μαύρα. Όσο οι γυναίκες συνεχίζουν να βάφουν τα χείλη τους κόκκινα, τόσο θα περιμένουμε για μία τέλεια ταινία» – Helena Chalmers, The Art of Makeup: For the Stage, the Screen and Social Use, 1925, σ. 128

Ο τρόπος με τον οποίο οι κινηματογραφιστές και οι σκηνοθέτες καλούνταν να λύσουν αυτό το πρόβλημα –όσο ήταν δυνατόν- ήταν η σωστή επιλογή τοποθεσίας, ο έλεγχος του φωτισμού και το κατάλληλο μακιγιάζ.

Τα προβλήματα του μακιγιάζ

«Το θεατρικό μακιγιάζ αποκλείεται σε ένα κινηματογραφικό στούντιο, γιατί τα ροζ και τα κίτρινα που χρησιμοποιούνται για να παράγουν αποχρώσεις της επιδερμίδας, έχουν αλλοιωμένη απόδοση στο φιλμ. Οποιοδήποτε χρώμα περιέχει κόκκινο, φαίνεται τουλάχιστον 3 τόνους πιο σκούρο ή και μαύρο» John B. Rathbun. Motion Picture Making and Exhibiting, 1914, σ. 64

Το project μακιγιάζ δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Το υπέρυθρο και ορθοχρωματικό φιλμ, «έγραφε» το κόκκινο (όπως ήδη είπαμε) ως μαύρο, οπότε τα αμακιγιάριστα πρόσωπα φαίνονται σκούρα και κάθε κενό ή κηλίδα έκανε το πρόσωπο να μοιάζει βρώμικο. Ακόμα, καθώς το φιλμ δεν ήταν ευαισθητοποιημένο σε όλο το χρωματικό φάσμα, οι τελικές εικόνες είχαν πολύ υψηλή αντίθεση, υψηλότερη από ότι ήταν ορατή με γυμνό μάτι. Το μακιγιάζ λοιπόν, ερχόταν να λύσει το πρόβλημα καλύπτοντας εντελώς την επιδερμίδα προκειμένου να δημιουργηθεί ομοιομορφία και πιο «φυσιολογικό» χρώμα.

O ηθοποιός Alfred Lunt με και χωρίς μακιγιάζ. Πηγή: Helena Chalmers, The Art of Makeup: For the Stage, the Screen and Social Use, 1925, σ. 128

Οι πρώτοι ηθοποιοί του κινηματογράφου, καθώς προέρχονταν από τον χώρο του θεάτρου, χρησιμοποιούσαν τα greasepaints και τις πούδρες που είχαν στη διάθεσή τους, δημιουργώντας, ουσιαστικά, μάσκες! Αυτό τους έδινε πιο φυσιολογικό χρώμα στο φιλμ, αλλά το σημείο όπου τελείωνε το μακιγιάζ του προσώπου τονιζόταν δραματικά. Ομοίως, εξαιτίας της μεγάλης αντίθεσης, η τελική εικόνα στο φιλμ «μαρτυρούσε» γραμμές που δεν ήταν ορατές με γυμνό μάτι. Για παράδειγμα, αν ένας ηθοποιός είχε αφιερώσει χρόνο για να δημιουργήσει αληθοφανείς ρυτίδες στο πρόσωπό του, στην οθόνη θα φαίνονταν απλά σαν άγριες γραμμές.

«Σε όλες περίπου τις περιπτώσεις, το πρόσωπο πρώτα καλύπτεται ολοκληρωτικά με λευκή μπογιά και στη συνέχεια χρωματίζεται με κίτρινο, έτσι ώστε, οποιοδήποτε άλλο χρώμα εφαρμοστεί στη συνέχεια, να φαίνεται έντονα αλλά και για να μην φαίνεται το πρόσωπο γκρι στο φιλμ. Τα χείλη και τα μάτια καθώς και το περιβάλλον δέρμα, βάφονται σε μωβ τόνους. Κάτω από το φως του ήλιου, αυτό το μακιγιάζ είναι τρομακτικό»John B. Rathbun. Motion Picture Making and Exhibiting, 1914, σ. 65

Μάλιστα, ήταν πολύ συνηθισμένο, στις πρώτες ασπρόμαυρες ταινίες, να μακιγιάρονται μόνο οι πρωταγωνιστές, πράγμα που έκανε το υπόλοιπο καστ και τους κομπάρσους να φαίνονται –αν μη τι άλλο- περίεργοι.

Η διάσημη σταρ Ethel Barrymore στο μπουντουάρ της. Πηγή: James Young, Making Up: A Practical and Exhaustive Treatise on this Art for Professional and Amateur, 1905

Οι έμπειροι κινηματογραφιστές και σκηνοθέτες, είχαν εκπαιδευτεί στο να μπορούν να υπολογίσουν τους τόνους του γκρι που θα απέδιδε το κάθε χρώμα και ο κάθε φωτισμός. Ωστόσο, η δουλειά τους έγινε ευκολότερη όταν ανακάλυψαν ότι, όταν κοιτάζουν μία σκηνή μέσα από έναν μπλε φακό, μπορούν να δουν καλύτερα την απόδοση του χρώματος. Έτσι, κατάφερναν να δώσουν οδηγίες στους ηθοποιούς σχετικά με το μακιγιάζ τους αλλά δεν ήταν οι μόνοι.

Καθώς ο κινηματογράφος γινόταν πιο δημοφιλής, όλοι –σχεδόν- οι ηθοποιοί ονειρεύονταν μια μέρα να πρωταγωνιστήσουν σε κάποια motion picture. Γι’ αυτό το λόγο, δημιουργήθηκαν εγχειρίδια με όλα τα tips που μπορεί να χρειάζονταν προκειμένου να πετύχουν στον νεοσύστατο χώρο του κινηματογράφου. Αυτά τα εγχειρίδια, τόνιζαν ότι θα πρέπει να ξεχάσουν το μακιγιάζ όπως το ήξεραν για τη σκηνή.

«Στις ταινίες η παλέτα των χρωμάτων μας είναι περιορισμένη σε αποχρώσεις που γράφουν λευκά ή μαύρα. Καθώς η επιδερμίδα αλλάζει με την ηλικία και την εμφάνιση του φιλμ, διαφορετικές αποχρώσεις grease paint χρησιμοποιούνται για να σβήσουν την ηλικία και την υφή της επιδερμίδας και, όσο είναι δυνατόν, όλα τα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν τα μάτια και το στόμα» – Mary Alden, Opportunities in the Motion Picture Industry, 1922

Η Mary Alden με πολλά διαφορετικά μακιγιάζ. Πηγή: Mary Alden, Opportunities in the Motion Picture Industry, 1922

Times are changing

«Η αφειδής χρήση των κοντινών έχει απτές επιπτώσεις στην ηθοποιία. Στην σκηνή, πολλά μέτρα χωρίζουν τον ηθοποιό από το κοινό. Όταν εμφανίζεται σε ταινίες ωστόσο, δημιουργείται ένα πραγματικό tête-à-tête» Austin C. Lescarboura, Behind the Motion Picture Screen, 1919, σ. 42

Καθώς η τέχνη του κινηματογράφου γινόταν ολοένα και πιο δημοφιλής, το εφέ μάσκας στο πρόσωπο και το βαρύ μακιγιάζ άρχιζαν να γίνονται ανεπιθύμητα. Τα κοντινά πλάνα έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι των ταινιών και, μοιραία, οι σκηνοθέτες αναζητούσαν πρόσωπα που δεν απαιτούσαν τόσο βαρύ μακιγιάζ. Κάπως έτσι, γεννήθηκε ο «ρατσισμός» του κινηματογράφου, που επέλεγε –σχεδόν αποκλειστικά- πανέμορφες ενζενί και γοητευτικούς άνδρες για πρωταγωνιστές στις ταινίες.

Η διάσημη σταρ Blanche Bates στο μπουντουάρ της. Πηγή: James Young, Making Up: A Practical and Exhaustive Treatise on this Art for Professional and Amateur, 1905

Αυτός ο ρατσισμός ωστόσο, ήταν ένα «αναγκαίο κακό» καθώς στα πολύ κοντινά πλάνα, το βαρύ μακιγιάζ και τα grease paints φαίνονταν ψεύτικα, οριακά αστεία. Είναι λογικό αν το σκεφτεί κανείς. Τα grease paints για την σκηνή, εφευρέθηκαν όταν τα τεχνητά φώτα, αντικατέστησαν το φως των κεριών.

«Άπαντες, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, όταν εμφανίζονται στο κοινό οφείλουν ως ένα βαθμό να είναι μακιγιαρισμένοι. Μπορεί να μην είναι απαραίτητο για τον χαρακτήρα που υποδύονται αλλά προκειμένου να αποφύγουν την αθλιότητα που προσδίδει στο πρόσωπο η λάμψη του φωτός της σκηνής, η οποία μοιάζει με την εφιαλτική όψη που αντικρύζει ένας νεκροθάφτης»J. E. Frobisher, Makeup Book, 1882, πρόλογος

Make up artist εν ώρα εργασίας μακιγιάροντας κομπάρσους. Πηγή: Austin C. Lescarboura, Behind the Motion Picture Screen, 1919, σ. 42

Το μακιγιάζ λοιπόν είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε τέχνη και έτσι γεννήθηκε ένα νέο επάγγελμα, αυτό του makeup artist. Παρ’ όλο που οι περισσότεροι πρωταγωνιστές έκαναν μόνοι τους το μακιγιάζ τους, πολλά στούντιο παρέπεμπαν τους πρωτοεμφανιζόμενους σε ειδικούς για συμβουλές και τους προσλάμβαναν για το μακιγιάζ των κομπάρσων, στων οποίων τις δεξιότητες δεν μπορούσαν να βασιστούν

Όλα άλλαξαν ολοκληρωτικά ωστόσο το 1927. Τότε δημιουργείται το πανχρωματικό φιλμ, το οποίο είναι ευαίσθητο σε όλο το χρωματικό φάσμα. To μακιγιάζ αλλάζει ξανά και –πλέον- μεγάλα ονόματα όπως ο Max Factor αρχίζουν να ασχολούνται πιο δυναμικά με το κινηματογραφικό μακιγιάζ και να δημιουργούν προϊόντα αποκλειστικά για τις ταινίες. Αυτό οδήγησε στην δημιουργία των –ολοκληρωμένων πλέον- make up departments στα στούντιο, τα οποία και ασχολούνταν αποκλειστικά με το μακιγιάζ των ηθοποιών, αλλά και στη δημιουργία της Ένωσης Καλλιτεχνών Μακιγιάζ Κινηματογράφου (Motion Picture Make-up Artists Association).

Το χρωματικό φάσμα όπως φαινόταν στο πανχρωματικό φιλμ. Πηγή: Eastman Kodak

Fun fact! Ο πρώτος που χρησιμοποίησε το πανχρωματικό φιλμ ήταν ο R. J Flaherty, σπουδαίος δημιουργός ντοκιμαντέρ, στην ταινία του «Μοάνα».

Όσο το πανχρωματικό φιλμ γινόταν πιο δημοφιλές ωστόσο, τόσο προκύπταν προβλήματα στο μακιγιάζ, κυρίως εξαιτίας του φωτισμού. Αυτό οδήγησε στα Mazda tests. Το 1927, όσα στούντιο χρησιμοποιούν πανχρωματικό φιλμ, άρχισαν να αλλάζουν τον φωτισμό τους σε λαμπτήρες Mazda. Αυτοί οι λαμπτήρες παρήγαγαν φως σε όλο το φάσμα, σε αντίθεση με τους λαμπτήρες ατμού-υδραργύρου που παρήγαγαν φως κυρίως στο γαλαζοπράσινο άκρο, και ήταν το στάνταρ για τα ορθοχρωματικά και υπέρυθρα φιλμ. Στα τεστ συμμετείχαν και τα makeup departments και από αυτά προέκυψαν ολόκληρες σειρές μακιγιάζ.

Ορθοχρωματικό vs Πανχρωματικό φιλμ

Fun fact! O Max Factor έστειλε τον makeup artist Edward Kaufman, να συμμετάσχει στις δοκιμές Mazda. 4 μήνες μετά, η εταιρεία κατάφερε να αναπτύξει ένα πανχρωματικό μακιγιάζ που λάμβανε υπόψη την χρωματική ευαισθησία του πανχρωματικού φιλμ και του ανθρώπινου ματιού, καθώς και το χρωματικό φάσμα των λαμπτήρων Mazda.

Ο Max Factor καθοδηγεί την Wynne Gibson, σταρ του στούντιο Paramount, στην εφαρμογή του κραγιόν, Πηγή: Max Factor, Max Factor’s Hints on the Art od Make-up

Παράλληλα, άλλαξε ο τρόπος εφαρμογής του μακιγιάζ και δημιουργήθηκαν «κανόνες» του οποίους ακολουθούμε ως σήμερα. Ο πρωτοπόρος Max Factor μάλιστα, εκτός του ότι δημιούργησε σειρές για κινηματογραφικό μακιγιάζ, άρχισε να εκδίδει και μικρά ενημερωτικά βιβλία, ώστε οι ηθοποιοί και οι επίδοξοι makeup artists να μυηθούν σε αυτή τη νέα τέχνη.

Το μακιγιάζ λοιπόν, εξελίχθηκε σαν ζωντανός οργανισμός πλάι στον κινηματογράφο και, όπως δήλωνε ο Max Factor στο εισαγωγικό σημείωμα των βιβλίων του: «Σε εκείνες, τις παλαιότερες ημέρες, το μακιγιάζ δεν ήταν ακριβώς η ενήλικη τέχνη που είναι σήμερα. […] Με την έλευση των κινούμενων εικόνων, ήρθε και μία ολοκληρωτικά καινούργια πρόκληση, εξαιτίας του, φιλμ, του φωτισμού και της προοπτικής, που μας οδήγησε συλλογικά στην αλλαγή, την εξέλιξη του μακιγιάζ και τη μετατροπή του σε πραγματική μορφή τέχνης» – Max Factor, Max Factor’s Hints on the Art od Make-up.


Πηγη
Με το WordPress Automatic Plugin από την codecanyon
Πλέον στην ιστοσελίδα μας δημοσιεύονται αυτόματα άρθρα μέσω «RSS feeds».
Από όποια σελίδα μας τα προσφέρει!
Δεν φέρουμε καμιά απολύτως ευθύνη για το περιεχόμενο.

Αν πιστεύεται πως αυτό το άρθρο πρέπει να διαγραφεί μην διστάσετε να μας βρείτε στα social media.

Σχετικά Άρθρα

Back to top button